- πανούριος
- -ον, Α(για άνεμο) εντελώς ούριος, πολύ ευνοϊκός.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + οὔριος (< οὖρος «ευνοϊκός άνεμος»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανούριος — quite fair masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)